- κυανώπης
- κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, -ιδος (Α)1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. ερι-ώπης, κυν-ώπης].
Dictionary of Greek. 2013.